αριστοτέλειος

αριστοτέλειος
αριστοτέλειος, -α, -ο και αριστοτελικός, -ή, -ό
αυτός που έχει να κάνει με τον Αριστοτέλη ή τη φιλοσοφία του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἀριστοτέλειος — follow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριστοτέλειος — (AM ἀριστοτέλειος, α, ον) [Αριστοτέλης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αριστοτέλη …   Dictionary of Greek

  • Ἀριστοτέλειον — Ἀριστοτέλειος follow masc acc sg Ἀριστοτέλειος follow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστοτελείοις — Ἀριστοτέλειος follow masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστοτελείους — Ἀριστοτέλειος follow masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστοτέλεια — Ἀριστοτέλειος follow neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλάνις — (glanis). Ψάρι της οικογένειας των σιλουριδών, γνωστό και με την ονομασία σίλουρος ο ευρωπαϊκός. Ο γ. ζει στα γλυκά νερά της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Αντίθετα με άλλα ψάρια, δεν έχει ραχιαίο πτερύγιο αλλά εδρικό, πολύ μεγάλο. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • γλανίδι — το (Α γλανίς και γλάνις, η) ονομασία τού ψαριού Παρασίλουρος ο αριστοτέλειος νεοελλ. γλανός*, γουλιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. γλανίδι είτε απ ευθείας < γλανίς, γλάνις είτε < υποκορ.* γλανίδιον (< γλανίς, γλάνις). Με τη σειρά του το γλανίς, γλάνις… …   Dictionary of Greek

  • σιλουρίδες — (Siurides). Οικογένεια ψαριών του γλυκού ή του αλμυρού νερού, που ζουν σε όλη σχεδόν την υδρόγειο, γνωστά και με την ονομασία γατόψαρα. Τα ψάρια της οικογένειας αυτής έχουν πλατύ κεφάλι, σκεπασμένο με δερμικές πλάκες, μάτια μικρά, και γύρω από το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”